Τι μας προσφέρει
Λιγότερη λακτόζη, λιγότερες ενοχλήσεις. Όσοι προτιμούν το κατσικίσιο γάλα θα σας πουν ότι το βρίσκουν πιο εύπεπτο από το αγελαδινό. Αυτό κατσικίσιοσυμβαίνει γιατί η περιεκτικότητά του σε λακτόζη είναι μικρότερη από εκείνη του αγελαδινού. Έτσι, σε περιπτώσεις ελαφριάς δυσανεξίας στο αγελαδινό, συστήνεται η χρήση κατσικίσιου. (Αν όμως υπάρχει έντονη δυσανεξία στη λακτόζη, θα πρέπει να στραφείτε σε γαλακτοκομικά προϊόντα που είναι εντελώς απαλλαγμένα από αυτήν.) Το κατσικίσιο γάλα, συγκριτικά με το αγελαδινό, περιέχει ακόμα αρκετά μεγαλύτερο ποσοστό ινοσιτόλης, μιας ουσίας που εμπλέκεται στο μεταβολισμό των λιπαρών οξέων, γεγονός που το κάνει πιο εύπεπτο. Πολλοί υποστηρίζουν ακόμα ότι δεν επιβαρύνει ήδη υπάρχουσες αλλεργίες ή όσους πάσχουν από άσθμα, σε αντίθεση με άλλα είδη γάλακτος. Κλινικές έρευνες σε αυτό τον τομέα -όπως αυτές που πραγματοποιήθηκαν στο Πανεπιστήμιο Davis της Καλιφόρνιας- έδειξαν ότι η γαλακτοαλβουμίνη, μια πρωτεΐνη που εμπεριέχεται στο αγελαδινό γάλα και ενοχοποιείται για αλλεργίες, στο κατσικίσιο εμφανίζεται με διαφορετική δομή, που δεν προκαλεί παρενέργειες.
Προστασία από την οστεοπόρωση και τη σιδηροπενία. Μια έρευνα που πραγματοποιήθηκε από το Πανεπιστήμιο της Γρανάδας έδειξε ότι μέσω του κατσικίσιου γάλακτος μεταβολίζονται καλύτερα μεταλλικά στοιχεία, όπως το ασβέστιο, ο σίδηρος και ο φώσφορος, και στη συνέχεια επιτυγχάνεται καλύτερη απορρόφησή τους από τον οργανισμό. Αυτό το πλεονέκτημα του κατσικίσιου γάλακτος είναι που το κάνει αποτελεσματικότερο στην αντιμετώπιση της σιδηροπενίας και της οστεοπόρωσης συγκριτικά με το αγελαδινό.
Μικρότερη επιβάρυνση από αντιβιοτικά και ορμόνες. Ένας επιπλέον λόγος για να γνωρίσετε το κατσικίσιο γάλα είναι ότι οι κατσίκες ως πιο ανθεκτικοί και καλύτερα εγκλιματισμένοι στα ελληνικά δεδομένα οργανισμοί σε σχέση με τα βοοειδή, αν είναι ελευθέρας βοσκής, συνήθως δεν επιβαρύνονται με αντιβιοτικά που παρέχονται μέσω της τροφής για προληπτικούς λόγους ή με αυξητικές ορμόνες. Όσο οι έρευνες προχωρούν, θα αυξάνονται και οι γνώσεις μας γύρω από το κατσικίσιο γάλα και τις ιδιότητές του. Γεγονός πάντως είναι ότι το κατσικίσιο γάλα δεν επιβαρύνει τον οργανισμό μας με επιπλέον θερμίδες, καθώς περιέχει περίπου όσες και το αγελαδινό. Από εκεί και πέρα, είναι περισσότερο θέμα προσωπικής προτίμησης!

Στο μικροσκόπιο
Τρία λιπιδικά οξέα διαμορφώνουν τη γεύση του κατσικίσιου γάλακτος: το καπρικό, το καπρυλικό και το καπροϊκό οξύ. Το ολόλευκο χρώμα του το κατσικίσιο1οφείλει στην έλλειψη καροτενοειδών χρωστικών. Στην πραγματικότητα, η σύσταση του κατσικίσιου γάλακτος εξαρτάται από τη «φυλή» της κατσίκας, αλλά και από την εποχή του χρόνου που έχει αρμεχτεί το γάλα. Το καλοκαίρι, το γάλα είναι περισσότερο και η περιεκτικότητά του σε λίπος και πρωτεΐνες χαμηλότερη, ενώ το χειμώνα το γάλα είναι λιγότερο και περιέχει περισσότερο λίπος και πρωτεΐνες. Αυτό που πρέπει πάντα να λαμβάνετε υπόψη σας είναι ότι το κατσικίσιο γάλα δεν πρέπει ποτέ να το καταναλώνετε άβραστο (αμέσως μετά το άρμεγμα) και ότι πρέπει επίσης να είναι παστεριωμένο. Γι’ αυτό, να εμπιστεύεστε τα τυποποιημένα και ακόμη καλύτερα τα βιολογικά γάλατα.

Μπορείτε να διαβάσετε ολόκληρο το άρθρο εδώ

Επίσης σύμφωνα με τις πληροφορίες του διατροφολόγου Τάσου Αλεξανδρόπουλου, το κατσικίσιο γάλα είναι πιο φιλικό για τον ανθρώπινο οργανισμό:
Η χημική δομή του ταιριάζει πολύ με το μητρικό γάλα και για αυτό μεταβολίζεται καλύτερα, ακόμη και σε περιπτώσεις χαμηλής λακτάσης, του ενζύμου που διασπά τη λακτόζη του γάλακτος.
• Η δομή του λίπους που περιέχει ενδείκνυται για αντιχοληστερινική δίαιτα και το καθιστά ευεργετικό για την καρδιά και τις αρτηρίες.
• Βοηθάει στην εξουδετέρωση του γαστρικού έλκους.

Αντίθετα, το αγελαδινό περιέχει κορεσμένο λίπος, ενώ λένε ότι σε ποσοστό 80% οι ενήλικες δυσκολεύονται να το χωνέψουν σωστά, με αποτέλεσμα να εμφανίζουν δυσπεψία, φουσκώματα, δυσκοιλιότητα. Οι αλλεργίες που σε ακραίες περιπτώσεις μπορεί να προκαλέσει οφείλονται στην περιεκτικότητα του συμβατικού προϊόντος σε αντιβιοτικά, τεχνητές ορμόνες, παρασιτοκτόνα και διοξίνες, που έχουν χορηγηθεί στα ζώα.

Παστερίωση και ομογενοποίηση
Το γάλα που κυκλοφορεί είναι παστεριωμένο και ομογενοποιημένο. Στόχος της παστερίωσης είναι να μειώσει το ποσοστό παθογόνων οργανισμών, κάτι που επιτυγχάνεται με τη θερμότητα. Το γάλα φτάνει σε θερμοκρασία χαμηλότερη από αυτή του βρασμού. Η απλή παστερίωση το θερμαίνει ως τους 71,7οC για 15-20 λεπτά και μας δίνει γάλα με σύντομη ημερομηνία λήξης, ενώ η υψηλή παστερίωση το θερμαίνει στους 138οC μόνο για 1 δευτερόλεπτο. Αυτή η διαδικασία μάς δίνει το γάλα μακράς διαρκείας, γνωστό και ως UHT. Η ομογενοποίηση αφαιρεί το λίπος που δεν χρειάζεται και κατανέμει ομοιόμορφα αυτό που έχει μείνει. Με αυτήν την επεξεργασία το γάλα γίνεται πιο εύπεπτο, χωρίς να χάνει τα διατροφικά στοιχεία του.

Η ημερήσια δόση μας
Σύμφωνα με τη μεσογειακή πυραμίδα διατροφής, πρέπει να καταναλώνουμε δύο μερίδες γάλακτος ή υποπροϊόντων του την ημέρα. Οι ενήλικες μπορούν να το αντικαταστήσουν με ξινόγαλο, κεφίρ, γιαούρτι και κατσικίσια τυριά. Ολα αυτά είναι προϊόντα ζύμωσης και περιέχουν ουσίες που διευκολύνουν την πέψη.

Εναλλακτικά
Για την πρόσληψη ασβεστίου και άλλων πολύτιμων ιχνοστοιχείων που βρίσκουμε στο γάλα, μπορούμε να στραφούμε και στο πολυποίκιλο φυτικό βασίλειο και να εμπλουτίσουμε τη διατροφή μας με ξηρούς καρπούς. Π.χ. τα καρύδια, που εάν τα χτυπήσουμε στο μπλέντερ μαζί με νερό φτιάχνουμε το περίφημο «γάλα της γης».

Μη γαλακτοκομικές τροφές που περιέχουν ασβέστιο είναι το σουσάμι, τα ξερά σύκα, τα δημητριακά ολικής αλέσεως, η σόγια, οι ξανθές σταφίδες, το μπρόκολο, τα μπιζέλια, τα μαυρομάτικα φασόλια, τα καρότα, το λάχανο, η παπάγια.

Διατροφική αξία του πλήρους γάλακτος ανά 100 γραμμ.
• 65 θερμίδες
• 3,5 γραμμ. πρωτεΐνες
• 4,9 γραμμ. υδατάνθρακες
• 33 μικρογραμμ. χοληστερίνη
• 3,5 γραμμ. λιπαρά
• βιταμίνες: Α, Β1, Β2, Β3, Β6, Β12, C, D
• βασικά μέταλλα: ασβέστιο, φώσφορος, σίδηρος, νάτριο, μαγνήσιο, κάλιο