Απο το Ευρωπαικό δίκτυο επιτήρησης της κατανάλωσης αντιμικροβιακών. (ESAC European Surveillance of Antimicrobial Consumption)

Τα βακτήρια και οι ιοί είναι μικρόβια που μπορεί να προκαλέσουν λοιμώξεις. Φαίνονται μόνο στο μικροσκόπιο. Γι’ αυτό και ονομάζονται και μικροοργανισμοί ή μικρόβια.

Βακτήρια
Τα βακτήρια είναι μικρόβια τα οποία μπορούν να επιζήσουν από μόνα τους οπουδήποτε. Στο ανθρώπινο σώμα, στον αέρα, στο νερό, στη γη… Τα βακτήρια μπορούν να πολλαπλασιαστούν πολύ γρήγορα.
Τα βακτήρια προκαλούν μεταξύ άλλων:
· πνευμονία,
· ουρολοίμωξη
· μηνιγγίτιδα,
· μόλυνση πληγών,
· μερικές μορφές ωτίτιδας και κυνάγχης,
· διαπύηση χειρουργικών τραυμάτων, αποστήματα, περιτονίτιδα, χολοκυστίτιδα, κ.ά.

Τα αντιβιοτικά σκοτώνουν τα βακτήρια και έτσι σώζουν ζωές.

Ιοί
Οι ιοί είναι πολύ μικρότεροι από τα βακτήρια. Για να πολλαπλασιαστούν χρειάζονται ζωντανά κύτταρα. Χρησιμοποιούν τα ανθρώπινα κύτταρα τα οποία προσβάλλουν. Πώς; Υποχρεώνοντας το κύτταρο να δημιουργήσει καινούργιους ιούς. Στη συνέχεια, το κύτταρο ξενιστής καταστρέφεται και ο ιός εξαπλώνεται γοργά στο υπόλοιπο σώμα.
Οι ιοί προκαλούν μεταξύ άλλων:
· κρυολογήματα,
· οξεία βρογχίτιδα,
· γρίπη,
· μηνιγγίτιδα και εγκεφαλίτιδα
· τις περισσότερες μορφές ωτίτιδας και κυνάγχης (φαρυγγοαμυγδαλίτιδα),
· ιλαρά, ερυθρά, παρωτίτιδα, ανεμευλογιά, έρπητα
· διαρροικά σύνδρομα
· ηπατίτιδα,
· AIDS.

Τα αντιβιοτικά δεν έχουν ΚΑΜΙΑ ΑΠΟΛΥΤΩΣ επίδραση στους ιούς.

D0209EU0

Η Ελλάδα καταγράφει την κατανάλωση αντιβιοτικών μέσω της βάσης δεδομένων που διαθέτει ο Εθνικός Οργανισμός Φαρμάκων για την επιτήρηση της επάρκειας φαρμάκων στην αγορά, καταγράφοντας δεδομένα πωλήσεων μέσω φαρμακευτικών Εταιρειών και φαρμακαποθηκών. Η εξωνοσοκομειακή κατανάλωση αντιστοιχεί σε ποσοστό > 80% της συνολικής κατανάλωσης αντιβιοτικών. Μετά το 2004 είναι η πρώτη χώρα της Ευρώπης σε συνολική και εξωνοσοκομειακή κατανάλωση αντιβιοτικών, με σταδιακή αύξηση από το 1997 (25.06 DID) έως το 2005 (34.73 DID). Τα κυρίως συνταγογραφούμενα αντιβιοτικά είναι οι μακρολίδες (29% της συνολικής κατανάλωσης), οι κεφαλοσπορίνες (22%) και οι πενικιλλίνες (25%) κυρίως με τη μορφή της αμοξυκιλλίνης και αμοξυκιλλίνης-κλαβουλανικού.