Το κάπνισμα αποτελεί, παγκόσμια, ένα από τους κύριους αιτιολογικούς παράγοντες για την εμφάνιση διαφόρων νοσημάτων, τόσο στους καπνιστές όσο και στους παθητικούς καπνιστές, σε βαθμό που να λαμβάνει διαστάσεις επιδημίας. Τα παιδιά γονέων καπνιστών, εκτός του ότι εκτίθενται περισσότερο χρόνο στον καπνό, είναι πιο ευαίσθητα, με συνέπεια παθήσεις όπως το βρογχικό άσθμα, οι ιογενείς και οι μικροβιακές λοιμώξεις του αναπνευστικού, αλλά και στην ενήλικο ζωή, η χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια, ο καρκίνος των βρόγχων και η καρδιακή νόσος να εμφανίζονται συχνότερα σ΄ αυτά, ενώ ολέθριες επιπτώσεις έχει για το έμβρυο το κάπνισμα της εγκύου. Σημαντική επίπτωση του καπνίσματος των γονέων έχει η έναρξή του στην παιδική ηλικία, ιδίως όταν συνυπάρχουν και άλλοι προδιαθεσικοί παράγοντες γι΄ αυτό. Η έγκαιρη ενημέρωση για τις βλαβερές συνέπειες του καπνίσματος, αλλά και η εκπαίδευση κατά του καπνίσματος, αποτελούν ακρογωνιαίους λίθους για τη μείωση των καπνιστών και σε αυτή τη διαδικασία ο ρόλος του Παιδιάτρου είναι και οφείλει να είναι σημαντικός. (Δελτ Α΄ Παιδιατρ Κλιν Πανεπ Αθηνών 2004, 51(4):359-367)

ΚΑΠΝΙΣΜΑ ΚΑΙ ΕΓΚΥΜΟΣΥΝΗ

Η επίδραση του παθητικού καπνίσματος στο έμβρυο κατά την εγκυμοσύνη, αποτέλεσε ένα από τα πρώτα θέματα που έχουν ερευνηθεί, αν και ο παθογενετικός μηχανισμός δεν έχει μέχρι σήμερα πλήρως διευκρινισθεί. Ήδη από το 1957, έχει επισημανθεί ότι τα νεογνά των γυναικών που καπνίζουν κατά την εγκυμοσύνη έχουν βάρος και μήκος μικρότερο από τα νεογνά γυναικών που δεν καπνίζουν. Το κάπνισμα της εγκύου αυξάνει τις αποβολές, τις αιμορραγίες του πλακούντα και τον πρόδρομο πλακούντα, τις πιθανότητες πρόωρου τοκετού, την περιγεννητική νοσηρότητα και θνησιμότητα (συχνότερα τα νεογνά καπνιστριών παρουσιάζουν περιγεννητικά ασφυξία, πνευμονία από εισρόφηση, πολυκυτταραιμία, υπογλυκαιμία, αναπνευστική νόσο και η περιγεννητική θνησιμότητα είναι μεγαλύτερη κατά 30-35% στα νεογνά των καπνιστριών) και πιθανώς τις συγγενείς ανωμαλίες του εμβρύου (συγγενής καρδιοπάθεια, ανεγκεφαλία, διαμαρτίες του ΚΝΣ). Παράλληλα ελαττώνει το βάρος, το μήκος και την περίμετρο κεφαλής του νεογνού.

΄Εχει βρεθεί δε ότι το κάπνισμα της εγκύου συνδέεται με αυξημένη συχνότητα αιφνίδιου θανάτου, αργότερα, με παροδική καθυστέρηση της σωματικής αύξησης και ψυχοκινητικής εξέλιξης και με συχνότερη εκδήλωση βρογχικού άσθματος στο βρέφος και στο παιδί. Μελέτες έχουν δείξει ότι τα παιδιά που πρόκειται να εμφανίσουν wheezing σε λοιμώξεις του αναπνευστικού, αρχίζουν τη ζωή τους με μικρότερους αεροφόρους οδούς από εκείνες των παιδιών που δεν είχαν συριγμό στη βρεφική τους ηλικία και υπάρχουν δεδομένα ότι ένας από τους παράγοντες που καθορίζουν το μέγεθος των βρόγχων και των πνευμόνων στη γέννηση είναι και η έκθεση του εμβρύου στο κάπνισμα της μητέρας.

Ποιος είναι ο μηχανισμός της βλαβερής επίδρασης του καπνού επί του εμβρύου; Υπεύθυνη της ενδομήτριας καθυστέρησης θεωρείται η εμβρυϊκή υποξία που οφείλεται στα υψηλά επίπεδα ανθρακυλαιμοσφαιρίνης, η αυξημένη συγκέντρωση κυανιούχων που έχει ως αποτέλεσμα να επηρεάζεται ο μεταβολισμός της βιταμίνης Β12 και τέλος, η σύσπαση και η ίνωση των αγγείων του πλακούντα από τη νικοτίνη που διαχέεται εύκολα. Για το σύνδρομο εμβρυϊκού καπνίσματος χρησιμοποιούνται τα παρακάτω κριτήρια:1. Η μητέρα να καπνίζει στη διάρκεια της κύησης περισσότερα από 5 τσιγάρα ημερησίως. 2. Να μην υπάρχει υπέρταση ή προεκλαμψία της κύησης. 3. Το βάρος γέννησης να είναι μικρότερο από 2,5kg σε ηλικία κύησης μεγαλύτερη από 37 εβδ. 4. Να μην υπάρχουν άλλες αιτίες που προκαλούν ενδομήτρια καθυστέρηση της αύξησης, όπως συγγενείς λοιμώξεις κ.ά.

Υπάρχουν, επίσης, μελέτες σύμφωνα με τις οποίες, το παθητικό κάπνισμα της μητέρας από τον πατέρα καπνιστή (εφόσον αυτός καπνίζει περίπου 20 τσιγάρα την ημέρα), έχει παρόμοια βλαπτική δράση στο έμβρυο, αν και βέβαια το μέγεθος της βλαβερής συνέπειας είναι σαφώς μικρότερο.

Στη βιβλιογραφία αναφέρονται και μερικές ευεργετικές επιδράσεις του καπνίσματος της εγκύου,όπως είναι η μείωση της συχνότητας της προεκλαμψίας, του συνδρόμου της αναπνευστικής δυσχέρειας και εκείνης του πρώιμου (κάτω των 5 ετών) τύπου Ι ινσουλινοεξαρτώμενου σακχαρώδη διαβήτη. Επίσης, η υπερχολερυθριναιμία στα νεογνά γυναικών που καπνίζουν σπανιότατα φθάνει σε υψηλά επίπεδα και αυτό γιατί τα κυανιούχα που περιέχει ο καπνός δρουν επαγωγικά στα ηπατικά ένζυμα, όπως η φαινοβαρβιτάλη. Αυτές οι ευεργετικές συνέπειες με τίποτα, όμως, δεν αντισταθμίζουν τις βλαβερές συνέπειες του καπνίσματος στην εγκυμοσύνη.

ΚΑΠΝΙΣΜΑ ΚΑΙ ΜΗΤΡΙΚΟΣ ΘΗΛΑΣΜΟΣ

Με την επάνοδο του μητρικού θηλασμού σε όλες τις χώρες του σύγχρονου κόσμου, φυσικό ήταν να απασχολήσει του ερευνητές και το παθητικό κάπνισμα του βρέφους που θηλάζει. Η νικοτίνη απεκκρίνεται στο μητρικό γάλα σε τριπλάσιες ποσότητες απ΄ ό,τι στο πλάσμα και είναι ανάλογη με τα τσιγάρα που καπνίζουν οι θηλάζουσες, αν και επηρεάζεται από περιβαλλοντικούς παράγοντες και τις καπνιστικές συνήθειες της μητέρας. Η μεγαλύτερη απέκκριση στο γάλα γίνεται στις δύο πρώτες ώρες μετά το κάπνισμα. Πρακτικά, μετά την παρέλευση 2,5 ωρών από το κάπνισμα, η νικοτίνη έχει υποτετραπλασιασθεί και ο θηλασμός μπορεί να θεωρείται ασφαλής. Τα θηλάζοντα βρέφη μητέρων που καπνίζουν περισσότερο από 10 τσιγάρα την ημέρα, παρουσιάζουν κωλικούς, εμετούς, ταχυκαρδία, αδυναμία, ευαισθησία σε λοιμώξεις, ενώ όταν οι μητέρες καπνίζουν περισσότερα από 20 τσιγάρα/ημέρα, η συμπτωματολογία είναι έντονη, παρατηρείται, δε, σημαντική μείωση στην παραγωγή μητρικού γάλακτος. Επομένως, η μητέρα που θηλάζει πρέπει να διακόψει το κάπνισμα, ή τουλάχιστον να το ελαττώσει κάτω από 10 τσιγάρα την ημέρα. Αν επιμένει να καπνίζει, να καπνίζει σε χρόνους μακριά από το θηλασμό, π.χ. πριν από το βραδινό ύπνο του βρέφους, ώστε μέχρι το επόμενο γεύμα η νικοτίνη να έχει μεταβολισθεί.

ΚΑΠΝΙΣΜΑ ΚΑΙ ΠΑΙΔΙ

Τα παιδιά, εκτός του ότι εκτίθενται περισσότερο χρόνο στον καπνό, είναι πιο ευαίσθητα και οι ενδεχόμενοι κίνδυνοι της έκθεσής τους στο παθητικό κάπνισμα μπορούν να εκτιμηθούν διαχρονικά κατά τη διάρκεια της ανάπτυξής τους.

Το μειονέκτημα του προσδιορισμού της νικοτίνης στο αίμα είναι ο βραχύς χρόνος υποδιπλασιασμού της, που επιτρέπει τη διαπίστωση μόνο της οξείας έκθεσης στον καπνό. Τα τελευταία χρόνια, η μέτρηση του μεταβολίτη της, της κοτινίνης, λόγω του μακρού χρόνου υποδιπλασιασμού της μέχρι μια εβδομάδα και την ανίχνευσή της σε μικρές συγκεντρώσεις, προσέφερε νέες δυνατότητες στην έρευνα.

Από μεγάλη έρευνα που πραγματοποιήθηκε στην Α΄ Κλινική του Πανεπιστημίου Αθηνών, εξετάστηκε η συσχέτιση της ποσότητας της απεκκρινούμενης κοτινίνης στα ούρα με τη νοσηρότητα από το αναπνευστικό σύστημα των παιδιών. Στην έρευνα αυτή διαπιστώθηκαν τα εξής: 1. Ο αριθμός των καπνιστών στο σπίτι και ο αριθμός των τσιγάρων που καπνίζονται παρουσία του παιδιού σχετίζονται άμεσα με το αποβαλλόμενο ποσό κοτινίνης στα ούρα.. Τα παιδιά που εκτίθενται σε παθητικό κάπνισμα έχουν 3-5 φορές μεγαλύτερη νοσηρότητα από το αναπνευστικό σύστημα, συγκριτικά με τα παιδιά που δεν εκτείθονται στον καπνό του τσιγάρου.

Οι γονείς πρέπει να γνωρίζουν ότι το παθητικό κάπνισμα στα παιδιά αυξάνει τη συχνότητα των συμπτωμάτων και λοιμώξεων του ανώτερου και του κατώτερου αναπνευστικού συστήματος. Το κάπνισμα ευνοεί τη μετάδοση ιογενών και μικροβιακών λοιμώξεων από τους γονείς στο παιδί με το βήχα. Εκτός αυτού, ο καπνός προκαλεί αύξηση της διαβατότητας του βρογχικού επιθηλίου, τροποποιεί τη λειτουργία των μακροφάγων του αναπνευστικού, αυξάνει τη δραστηριότητα του βρογχικού επιθηλίου και ελαττώνει τον όγκο του εκπνεόμενου αέρα. Κάθε 5 τσιγάρα που καπνίζει η μητέρα αυξάνουν τη συχνότητα των λοιμώξεων του αναπνευστικού στο παιδί κατά 2,5-3,5%, η δε επίπτωση αυτή είναι συχνότερη στα 2 πρώτα χρόνια της ζωής και ιδιαίτερα στον πρώτο χρόνο της ζωής. Ως παράδειγμα αναφέρεται ότι τα βρέφη καπνιστών γονέων έχουν τετραπλάσια πιθανότητα να εμφανίσουν βρογχίτιδα. Ιδιαίτερα σημαντικός είναι ο ρόλος του παθητικού καπνίσματος σε επίμονα συμπτώματα του αναπνευστικού συστήματος, όπως είναι ο βήχας, η συρίττουσα αναπνοή και κυρίως το άσθμα. Αναντίρρητα, το κάπνισμα αποτελεί εκλυτικό αίτιο, παράγοντα διατήρησης και επιδείνωσης του άσθματος. Είναι επιβεβλημένο οι γονείς των παιδιών με άσθμα να ευαισθητοποιούνται και να συνειδητοποιήσουν τις αρνητικές επιπτώσεις του καπνίσματος στην υγεία των παιδιών τους και να μεταβάλλουν πιθανώς τις καπνιστικές τους συνήθειες.

Επίσης, είναι πιθανό ότι το παθητικό κάπνισμα ευνοεί: τη χρόνια αποφρακτική νόσο των πνευμόνων, τον καρκίνο των βρόγχων και των πνευμόνων, την ισχαιμική καρδιακή νόσο.

Επίσης, τα υποβαλλόμενα σε παθητικό κάπνισμα παιδιά έχουν τετραπλάσια πιθανότητα εκδήλωσης οξείας μέσης ωτίτιδας με υγρό. Εκτιμάται, ότι το ποσοστό χρόνιας ωτίτιδας που αποδίδεται στο παθητικό κάπνισμα ανέρχεται στο 15% του συνόλου των περιπτώσεων της νόσου. Τέλος, αξίζει να αναφερθεί ότι σε μεμονωμένες μελέτες, το παθητικό κάπνισμα έχει συσχετισθεί με την πρόκληση οισοφαγίτιδας στα παιδιά, αλλά και με την αυξημένη συχνότητα εκδήλωσης βακτηριακής μηνιγγίτιδας.

Εκτός από τις βλαβερές επιπτώσεις που έχει το παθητικό κάπνισμα στην παιδική ηλικία, σοβαρές επιπτώσεις στην υγεία των παιδιών έχει και η έναρξη του καπνίσματος στην παιδική ηλικία. Είναι βέβαιο ότι οι περισσότεροι καπνιστές αρχίζουν να καπνίζουν από πολύ ενωρίς, από την εποχή που είναι ακόμα παιδιά.

Γιατί, όμως, αρχίζει ένα παιδί να καπνίζει;

Στο ερώτημα αυτό δεν έχει δοθεί σαφής και ολοκληρωμένη απάντηση μέχρι σήμερα. Φαίνεται ότι τα περισσότερα παιδιά, πολύ πρώιμα, από την ηλικία των 14 ετών ή και νωρίτερα, έχουν κάποια εμπειρία καπνίσματος. Εάν κατορθωθεί να αποφευχθεί το κάπνισμα μέχρι τα 15-16 χρόνια, από εκεί και πέρα μειώνονται οι πιθανότητες γι’ αυτό. Σε μελέτες έχει διαπιστωθεί ένας αριθμός προδιαθεσικών παραγόντων που σχετίζονται και διευκολύνουν την έναρξη του καπνίσματος στην εφηβική ηλικία. Σ΄ αυτούς περιλαμβάνονται το κάπνισμα των γονέων, το χαμηλό μορφωτικό επίπεδο των παιδιών, οι μονογονεϊκές οικογένειες και το θήλυ φύλο.

Η Goddard κατέταξε τους παράγοντες που σχετίζονται με την έναρξη του καπνίσματος σε 4 κατηγορίες:

1. Περιλαμβάνει τη γνώμη του παιδιού σχετικά με το κάπνισμα και τη συναίσθηση του κίνδυνου στον οποίο εκτίθεται.

2. Αναφέρεται σε ορισμένα χαρακτηριστικά της οικογένειας, του σχολείου και του κοινωνικού περιβάλλοντος, όπως είναι η καπνιστική συμπεριφορά των γονέων, των αδελφών, των συμμαθητών και άλλων, η στάση των συμμαθητών ως προς το κάπνισμα και γενικότερα οι απόψεις του αντίθετου φύλου.

3. Η επίδραση της διαφήμισης και άλλων παραγόντων, όπως είναι η αποδοχή του καπνίσματος από το περιβάλλον και η ευκολία προμήθειας τσιγάρων.

4. Παράγοντες που σχετίζονται με θέματα εκπαίδευσης και αφορούν στην υγεία γενικά και στο κάπνισμα ειδικότερα. Μεγάλη σημασία για την αποφυγή του καπνίσματος μεταξύ των μαθητών έχει η αναγνώριση αυτών που είναι σε μεγάλο κίνδυνο να γίνουν μελλοντικοί καπνιστές.

Από διάφορες μελέτες έχουν αναγνωρισθεί ορισμένα χαρακτηριστικά του μελλοντικού καπνιστή.

Έτσι, οι Charlton και Blair περιέγραψαν, κατά σειρά σπουδαιότητας, τα παρακάτω χαρακτηριστικά των μελλοντικών καπνιστών:

Στα κορίτσια: Ένας γονιός καπνιστής, η πεποίθηση ότι το κάπνισμα θα τους κάνει καλό (π.χ. θα χάσουν βάρος, θα αυξηθεί η εμπιστοσύνη στον εαυτό τους, θα ηρεμήσει τα νεύρα τους), μια καλή φίλη καπνίστρια, η προτίμηση συγκεκριμένης μάρκας τσιγάρων.

Στα αγόρια: ο καλύτερος φίλος καπνιστής, προτίμηση μιας συγκεκριμένης μάρκας τσιγάρων και μιας διαφήμισης για τον καπνό.

Η αναγνώριση των παιδιών που βρίσκονται σε μεγάλο κίνδυνο είναι ευνόητο ότι έχει μεγάλη σημασία. Η Goddard, σε μελέτη 4.000 παιδιών, έχει αναγνωρίσει 6 παράγοντες κινδύνου: α) θήλυ φύλο, β) αδέλφια και γονείς καπνιστές, γ) μονογονεϊκή οικογένεια, δ) ανεπαρκής πληροφόρηση για τους κινδύνους από το κάπνισμα, ε) απουσία φιλοδοξίας για σπουδές μετά τα 16 χρόνια, στ) σκέψη να συνεχίσουν το τσιγάρο αργότερα.

Μερικοί συγγραφείς στα παραπάνω προσθέτουν κι άλλα χαρακτηριστικά, όπως η αδιαφορία για το σχολείο και μια διαφορετική συμπεριφορά από αυτή που θεωρείται φυσιολογική. Οι διαδικασίες μέσω των οποίων ένα παιδί γίνεται καπνιστής, έχουν αναλυθεί. Διάφοροι συγγραφείς προτείνουν διάφορα μοντέλα που αποτελούνται από τα διαδοχικά στάδια, τα οποία περνάει ένα παιδί μέχρις ότου γίνει κανονικός καπνιστής. Έτσι, αναφέρεται ένα πρώτο αρχικό στάδιο, κατά το οποίο το παιδί είναι αδιάφορο για το κάπνισμα, το οποίο ακολουθείται από ένα δεύτερο στάδιο, στο οποίο αρχίζει να σκέφτεται να δοκιμάσει το τσιγάρο. Στο τρίτο στάδιο αρχίζει να καπνίζει κάποτε-κάποτε ένα τσιγάρο και τέλος, στο τέταρτο στάδιο, το παιδί μεταβάλλεται σε κανονικό καπνιστή.

Διαβάστε όλο το άρθρο στο Ιατρική on line